ελιξίριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελιξίριο τα ελιξίρια
      γενική του ελιξίριου των ελιξίριων
    αιτιατική το ελιξίριο τα ελιξίρια
     κλητική ελιξίριο ελιξίρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελιξίριο < (άμεσο δάνειο) γαλλική élixir < μεσαιωνική λατινική elixir < αραβική اَلْإِكْسِير (al-ʾiksīr) < إكسير (ʾiksīr) < ελληνιστική κοινή ξηρίον (αντιδάνειο) [1] < αρχαία ελληνική ξηρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kseros

Ουσιαστικό

ελιξίριο ουδέτερο

  1. φάρμακο το οποίο υποτίθεται ότι θεραπεύει όλες τις ασθένειες
  2. (φαρμακευτική) είδος φαρμακευτικού παρασκευάσματος το οποίο είναι διάλυμα φαρμακευτικών ουσιών σε οινόπνευμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.