ἄμβροτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄμβροτος τὸ ἄμβροτον οἱ, αἱ ἄμβροτοι τὰ ἄμβροτα
Γενική τοῦ, τῆς ἀμβρότου τοῦ ἀμβρότου τῶν ἀμβρότων τῶν ἀμβρότων
Δοτική τῷ, τῇ ἀμβρότῳ τῷ ἀμβρότῳ τοῖς, ταῖς ἀμβρότοις τοῖς ἀμβρότοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄμβροτον τὸ ἄμβροτον τοὺς, τὰς ἀμβρότους τὰ ἄμβροτα
Κλητική ἄμβροτε ἄμβροτον ἄμβροτοι ἄμβροτα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀμβρότω
Γενική-Δοτική ἀμβρότοιν

Ετυμολογία

ἄμβροτος < ἀ- + βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mr̥twós / *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω)

Επίθετο

ἄμβροτος, -ος, -ον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.