αγριότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριότητα οι αγριότητες
      γενική της αγριότητας των αγριοτήτων
    αιτιατική την αγριότητα τις αγριότητες
     κλητική αγριότητα αγριότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγριότητα < αρχαία ελληνική ἀγριότης

Ουσιαστικό

αγριότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του άγριου, του σκληρού
  2. η άγρια πράξη, αυτή που προκαλεί τον αποτροπιασμό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.