βαρβαρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρβαρότητα οι βαρβαρότητες
      γενική της βαρβαρότητας των βαρβαροτήτων
    αιτιατική τη βαρβαρότητα τις βαρβαρότητες
     κλητική βαρβαρότητα βαρβαρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρβαρότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βαρβαρότης[1] < αρχαία ελληνική βάρβαρος

Προφορά

ΔΦΑ : /vaɾ.vaˈɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαρβαρότητα

Ουσιαστικό

βαρβαρότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον βάρβαρο
  2. βάρβαρη πράξη
  3. η έλλειψη πολιτισμού

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.