αγριάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγριάδα | οι | αγριάδες |
| γενική | της | αγριάδας | των | αγριάδων |
| αιτιατική | την | αγριάδα | τις | αγριάδες |
| κλητική | αγριάδα | αγριάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγριάδα < μεσαιωνική ελληνική < άγριος
Ουσιαστικό
αγριάδα θηλυκό
- η ιδιότητα του άγριου ως προς τη συμπεριφορά (για άνθρωπο) και την εμφάνιση (για άνθρωπο, τοπία), η αγριότητα
- η εκφοβιστική συμπεριφορά, ο τσαμπουκάς
- άσε τις αγριάδες, δεν πρόκειται να σε φοβηθούμε
- προσπάθησε να τους πουλήσει αγριάδα
- (φυτό) κοινή ονομασία του ζιζανίου "Άγρωστις η έρπουσα" (Elytrigia repens, Agropyron repens) αλλά και για άλλα, παρόμοια, αγρωστοειδή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.