composto

Γαλικιανά (gl)

Ρηματικός τύπος

composto (gl)

  1. μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος gl
  2. μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος gl



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

composto < λατινική comporre

Επίρρημα

composto (it)

  1. αποτελούμενος
  2. σύνθετος
  3. φτιαγμένος
  4. κόσμιος
  5. σοβαρός

Ουσιαστικό

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό composto composti
θηλυκό composta composte

composto (it)

  1. (ιατρική) σύνθετο σκεύασμα (φάρμακο)
  2. μείγμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.