ψυχραιμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχραιμία οι ψυχραιμίες
      γενική της ψυχραιμίας
    αιτιατική την ψυχραιμία τις ψυχραιμίες
     κλητική ψυχραιμία ψυχραιμίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχραιμία < (μαρτυρείται από το 1873) ψύχραιμος +-ία

Προφορά

ΔΦΑ : /psi.xɾeˈmi.a/

Ουσιαστικό

ψυχραιμία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • η διατήρηση του αυτοέλεγχου σε κρίσιμες στιγμές που επιτρέπει την αντιμετώπισή τους με τη λογική και χωρίς ακραία συναισθήματα πανικού ή θυμού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.