ψύχραιμα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ψύχραιμα
<
ψύχραιμος
Επίρρημα
ψύχραιμα
χωρίς να κυριεύεται κανείς από τα
αισθήματά
του
Συνώνυμα
ατάραχα
ήρεμα
συγκρατημένα
Μεταφράσεις
ψύχραιμα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.