θερμόαιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θερμόαιμος | η | θερμόαιμη | το | θερμόαιμο |
| γενική | του | θερμόαιμου | της | θερμόαιμης | του | θερμόαιμου |
| αιτιατική | τον | θερμόαιμο | τη | θερμόαιμη | το | θερμόαιμο |
| κλητική | θερμόαιμε | θερμόαιμη | θερμόαιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θερμόαιμοι | οι | θερμόαιμες | τα | θερμόαιμα |
| γενική | των | θερμόαιμων | των | θερμόαιμων | των | θερμόαιμων |
| αιτιατική | τους | θερμόαιμους | τις | θερμόαιμες | τα | θερμόαιμα |
| κλητική | θερμόαιμοι | θερμόαιμες | θερμόαιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θερμόαιμος < θερμός + αίμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hot-blooded / γερμανική warmblütig
Επίθετο
θερμόαιμος, -η, -ο
- (για ζώο) που έχει σταθερή θερμοκρασία αίματος, ανεξάρτητη από τις θερμοκρασιακές αλλαγές στο περιβάλλον
- (για χαρακτήρα) που θυμώνει εύκολα και εκδηλώνει έντονα τα συναισθήματά του
- που εύκολα εξάπτεται ερωτικά
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.