θερμοκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θερμοκέφαλος | η | θερμοκέφαλη | το | θερμοκέφαλο |
| γενική | του | θερμοκέφαλου | της | θερμοκέφαλης | του | θερμοκέφαλου |
| αιτιατική | τον | θερμοκέφαλο | τη | θερμοκέφαλη | το | θερμοκέφαλο |
| κλητική | θερμοκέφαλε | θερμοκέφαλη | θερμοκέφαλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θερμοκέφαλοι | οι | θερμοκέφαλες | τα | θερμοκέφαλα |
| γενική | των | θερμοκέφαλων | των | θερμοκέφαλων | των | θερμοκέφαλων |
| αιτιατική | τους | θερμοκέφαλους | τις | θερμοκέφαλες | τα | θερμοκέφαλα |
| κλητική | θερμοκέφαλοι | θερμοκέφαλες | θερμοκέφαλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Συνώνυμα
Αναφορές
- σελ. 472, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- θερμοκέφαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.