ψοφίμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψοφίμι τα ψοφίμια
      γενική του ψοφιμιού των ψοφιμιών
    αιτιατική το ψοφίμι τα ψοφίμια
     κλητική ψοφίμι ψοφίμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψοφίμι < ψοφίμιο < ψοφιμαίον < αρχαία ελληνική ψοφῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /psoˈfi.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψοφίμι

Ουσιαστικό

ψοφίμι ουδέτερο

  1. το πτώμα ζώου, το νεκρό ζώο που έμεινε άταφο
  2. (μεταφορικά) ο πολύ αδυνατισμένος άνθρωπος, χωρίς ζωντάνια
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) ο δειλός άνθρωπος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.