ψοφίμι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψοφίμι | τα | ψοφίμια |
| γενική | του | ψοφιμιού | των | ψοφιμιών |
| αιτιατική | το | ψοφίμι | τα | ψοφίμια |
| κλητική | ψοφίμι | ψοφίμια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψοφίμι < ψοφίμιο < ψοφιμαίον < αρχαία ελληνική ψοφῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /psoˈfi.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψο‐φί‐μι
Ουσιαστικό
ψοφίμι ουδέτερο
- το πτώμα ζώου, το νεκρό ζώο που έμεινε άταφο
- (μεταφορικά) ο πολύ αδυνατισμένος άνθρωπος, χωρίς ζωντάνια
- (μεταφορικά, μειωτικό) ο δειλός άνθρωπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.