λέσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λέσι | τα | λέσια |
| γενική | του | λεσιού | των | λεσιών |
| αιτιατική | το | λέσι | τα | λέσια |
| κλητική | λέσι | λέσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λέσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λέσι < οθωμανική τουρκική لاش (leş) (τουρκική leş ψοφίμι) + -ι [1] < περσική لاش (lāš)[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈle.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λέ‐σι
Ουσιαστικό
λέσι ουδέτερο (δημοτική)
Συνώνυμα
- ψοφίμι
- θνησιμαῖον (καθαρεύουσα)
Παράγωγα
- λεσιάρης
Μεταφράσεις
Αναφορές
- λέσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- λέσι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική لاش (leş, ψοφίμι) + -ι < περσική لاش (lāš)[1]
Ουσιαστικό
λέσι ουδέτερο
Κλιτικοί τύποι
- λέση (πληθυντικός)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- λέσι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.