κουφάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουφάρι | τα | κουφάρια |
| γενική | του | κουφαριού | των | κουφαριών |
| αιτιατική | το | κουφάρι | τα | κουφάρια |
| κλητική | κουφάρι | κουφάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουφάρι < μεσαιωνική ελληνική κουφάρι / κουφάριν / κουφάριον < αρχαία ελληνική κοῦφος
Ουσιαστικό
κουφάρι ουδέτερο
- νεκρό ζώο, συνήθως άταφος
- (μειωτικό) το πτώμα ενός ανθρώπου, το σώμα νεκρού ανθρώπου
- ※ Ακόμα και να πέθαινα, έπρεπε να έρθουν, ν' αμπαλάρουν το κουφάρι μου και να το στείλουν για θάψιμο στην πατρίδα. (Αντώνης Σουρούνης (1985) Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) το σώμα αντικειμένων που είναι σε αποσύνθεση ή παρακμή
- το κουφάρι του πλοίου στέκει στο καρνάγιο σκουριασμένο, πολλά χρόνια τώρα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κούφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.