πτώμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πτώμα | τα | πτώματα |
| γενική | του | πτώματος | των | πτωμάτων |
| αιτιατική | το | πτώμα | τα | πτώματα |
| κλητική | πτώμα | πτώματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πτώμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτῶμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpto.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτώ‐μα
Ουσιαστικό
πτώμα ουδέτερο
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Εκφράσεις
- πατάω/πατώ επί πτωμάτων
- (περνάω) πάνω από το πτώμα μου
Συγγενικά
- πτωμαΐλα
- πτωμαΐνη
- πτωματάκι
- πτωματικός
- πτωματοφάγος
- πτωματώδης, πτωματώδες
- και δείτε ομόρριζα στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-
Μεταφράσεις
Πηγές
- πτώμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πτώμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.