ψοφολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ψοφολογώ
- πεθαίνω, αλλά επειδή το ρήμα παραπέμπει σε θάνατο ζώου και όχι ανθρώπου χρησιμοποιείται επιτιμητικά για κάποιον άλλον και αυτοσαρκαστικά στο πρώτο πρόσωπο
- Με τάραξε η γρίπη και ψοφολογούσα δέκα μέρες
- τεμπελιάζω
Συγγενικά
- ψοφολόγημα
- → δείτε τις λέξεις ψόφος και λέγω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψοφολογώ | ψοφολογούσα | θα ψοφολογώ | να ψοφολογώ | ψοφολογώντας | |
| β' ενικ. | ψοφολογείς | ψοφολογούσες | θα ψοφολογείς | να ψοφολογείς | (ψοφολόγει) | |
| γ' ενικ. | ψοφολογεί | ψοφολογούσε | θα ψοφολογεί | να ψοφολογεί | ||
| α' πληθ. | ψοφολογούμε | ψοφολογούσαμε | θα ψοφολογούμε | να ψοφολογούμε | ||
| β' πληθ. | ψοφολογείτε | ψοφολογούσατε | θα ψοφολογείτε | να ψοφολογείτε | ψοφολογείτε | |
| γ' πληθ. | ψοφολογούν(ε) | ψοφολογούσαν(ε) | θα ψοφολογούν(ε) | να ψοφολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψοφολόγησα | θα ψοφολογήσω | να ψοφολογήσω | ψοφολογήσει | ||
| β' ενικ. | ψοφολόγησες | θα ψοφολογήσεις | να ψοφολογήσεις | ψοφολόγησε | ||
| γ' ενικ. | ψοφολόγησε | θα ψοφολογήσει | να ψοφολογήσει | |||
| α' πληθ. | ψοφολογήσαμε | θα ψοφολογήσουμε | να ψοφολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | ψοφολογήσατε | θα ψοφολογήσετε | να ψοφολογήσετε | ψοφολογήστε | ||
| γ' πληθ. | ψοφολόγησαν ψοφολογήσαν(ε) |
θα ψοφολογήσουν(ε) | να ψοφολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψοφολογήσει | είχα ψοφολογήσει | θα έχω ψοφολογήσει | να έχω ψοφολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψοφολογήσει | είχες ψοφολογήσει | θα έχεις ψοφολογήσει | να έχεις ψοφολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψοφολογήσει | είχε ψοφολογήσει | θα έχει ψοφολογήσει | να έχει ψοφολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψοφολογήσει | είχαμε ψοφολογήσει | θα έχουμε ψοφολογήσει | να έχουμε ψοφολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψοφολογήσει | είχατε ψοφολογήσει | θα έχετε ψοφολογήσει | να έχετε ψοφολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψοφολογήσει | είχαν ψοφολογήσει | θα έχουν ψοφολογήσει | να έχουν ψοφολογήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.