ψοφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψοφώ < (ελληνιστική κοινή) ψοφῶ (για ζώο), (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψοφῶ, συνηρημένο του ψοφέω (κροτώ). Συγκρίνετε και με τη λατινική crepare (κάνω κρότο) και κρεπάρω[1]
Ρήμα
ψοφάω / ψοφώ, πρτ.: ψοφούσα/ψόφαγα, αόρ.: ψόφησα, χωρίς παθητική φωνή
- (αμετάβατο, για ζώα) πεθαίνω
- (αμετάβατο, για ανθρώπους) πεθαίνω - χρησιμοποιείται ως ένδειξη απέχθειας για τον νεκρό
- δε λέει να ψοφήσει ο παλιάνθρωπος
- (αμετάβατο, μεταφορικά) πεθαίνω, έχω φτάσει σε ακραίο σημείο εξάντλησης
- ψοφάει στην πείνα
- (μεταφορικά) πεθαίνω, μου αρέσει κάτι πάρα πολύ
- ψοφάει για παρέα
- (μεταβατικό, για ζώα) προκαλώ το θάνατο
- (μεταβατικό, σε σχήμα υπερβολής) εξουθενώνω σωματικά, προκαλώ πολύ μεγάλη κούραση
- τον ψόφησε στη δουλειά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψοφάω - ψοφώ | ψοφούσα | θα ψοφάω - ψοφώ | να ψοφάω - ψοφώ | ψοφώντας | |
| β' ενικ. | ψοφάς | ψοφούσες | θα ψοφάς | να ψοφάς | ψόφα - ψόφαγε | |
| γ' ενικ. | ψοφάει - ψοφά | ψοφούσε | θα ψοφάει - ψοφά | να ψοφάει - ψοφά | ||
| α' πληθ. | ψοφάμε - ψοφούμε | ψοφούσαμε | θα ψοφάμε - ψοφούμε | να ψοφάμε - ψοφούμε | ||
| β' πληθ. | ψοφάτε | ψοφούσατε | θα ψοφάτε | να ψοφάτε | ψοφάτε | |
| γ' πληθ. | ψοφάν(ε) - ψοφούν(ε) | ψοφούσαν(ε) | θα ψοφάν(ε) - ψοφούν(ε) | να ψοφάν(ε) - ψοφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψόφησα | θα ψοφήσω | να ψοφήσω | ψοφήσει | ||
| β' ενικ. | ψόφησες | θα ψοφήσεις | να ψοφήσεις | ψόφα - ψόφησε | ||
| γ' ενικ. | ψόφησε | θα ψοφήσει | να ψοφήσει | |||
| α' πληθ. | ψοφήσαμε | θα ψοφήσουμε | να ψοφήσουμε | |||
| β' πληθ. | ψοφήσατε | θα ψοφήσετε | να ψοφήσετε | ψοφήστε | ||
| γ' πληθ. | ψόφησαν ψοφήσαν(ε) |
θα ψοφήσουν(ε) | να ψοφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψοφήσει | είχα ψοφήσει | θα έχω ψοφήσει | να έχω ψοφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψοφήσει | είχες ψοφήσει | θα έχεις ψοφήσει | να έχεις ψοφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψοφήσει | είχε ψοφήσει | θα έχει ψοφήσει | να έχει ψοφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψοφήσει | είχαμε ψοφήσει | θα έχουμε ψοφήσει | να έχουμε ψοφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψοφήσει | είχατε ψοφήσει | θα έχετε ψοφήσει | να έχετε ψοφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψοφήσει | είχαν ψοφήσει | θα έχουν ψοφήσει | να έχουν ψοφήσει |
| |
Αναφορές
- ψοφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.