ψεκασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψεκασμένος η ψεκασμένη το ψεκασμένο
      γενική του ψεκασμένου της ψεκασμένης του ψεκασμένου
    αιτιατική τον ψεκασμένο την ψεκασμένη το ψεκασμένο
     κλητική ψεκασμένε ψεκασμένη ψεκασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψεκασμένοι οι ψεκασμένες τα ψεκασμένα
      γενική των ψεκασμένων των ψεκασμένων των ψεκασμένων
    αιτιατική τους ψεκασμένους τις ψεκασμένες τα ψεκασμένα
     κλητική ψεκασμένοι ψεκασμένες ψεκασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψεκασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψεκάζω

Μετοχή

ψεκασμένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που το(ν) έχουν ψεκάσει, που έχει γίνει αντικείμενο ψεκασμού
     αντώνυμα: αψέκαστος
  2. (μεταφορικά, νεολογισμός) οπαδός συνωμοσιών ή ακραίων απόψεων
      Η λέξη «ψεκασμένος», με την έννοια του οπαδού θεωριών συνωμοσίας, εμφανίστηκε σε πρωτοσέλιδο εφημερίδας («ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ») το 2012, με τον τίτλο «ΜΑΣ ΨΕΚΑΖΟΥΝ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ» (Ψεκασμένοι, Λέσχη Μπίλντερμπεργκ: Θεωρίες συνωμοσίας και πραγματικότητα, Πρώτο Θέμα, 18/09/2021, )
      Ένα άλλο επίσης χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής της πανδημίας είναι η μαχητική παρουσία ενός ψεκασμένου δικαιωματισμού, τόσο ακροδεξιού όσο και ακροαριστερού .... Σήμερα βλέπουμε ο λόγος των δικαιωμάτων να χρησιμοποιείται είτε σε ακροαριστερές ακτιβιστικές εκδηλώσεις αμφισβήτησης των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό, είτε για να δικαιολογήσει την αντιεμβολιαστική επιλογή από ακραία συντηρητικούς κύκλους, εκκλησιαστικούς ή δηλωμένα ακροδεξιούς. (Ψεκασμένος δικαιωματισμός ή δημόσια υγεία; metarithmisi.gr, 11/7/2021)
    άλλες μορφές: ψέκας, ψεκ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

οπαδός (ανύπαρκτων) συνωμοσιών

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.