ψεκασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψεκασμός | οι | ψεκασμοί |
| γενική | του | ψεκασμού | των | ψεκασμών |
| αιτιατική | τον | ψεκασμό | τους | ψεκασμούς |
| κλητική | ψεκασμέ | ψεκασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψεκασμός < μεσαιωνική ελληνική ψεκασμός < ψεκάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pse.kaˈzmos/
Ουσιαστικό
ψεκασμός αρσενικό
Συγγενικά
- ψεκάζω
- ψέκασμα
- ψεκαστήρας
- ψεκαστικός
Μεταφράσεις
ψεκασμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.