ψεκάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψεκάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψεκάζω (ψιχαλίζω) < αρχαία ελληνική ψακάζω < ψακάς (σταγόνα ψιλής βροχής)
Ρήμα
ψεκάζω, αόρ.: ψέκασα, παθ.φωνή: ψεκάζομαι, π.αόρ.: ψεκάστηκα, μτχ.π.π.: ψεκασμένος
- ρίχνω σε μια επιφάνεια σταγονίδια υγρού εκτοξεύοντάς τα με ειδική συσκευή (ψεκαστήρα ή σπρέι)
- ↪ Πλύν' τα καλά τα φρούτα, γιατί τα έχουν ψεκάσει,
Εκφράσεις
- μας έχουν ψεκάσει: (ειρωνικό) έκφραση που καυτηριάζει την παθητικότητα με την οποία δέχεται ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού αρνητικές εξελίξεις
- ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε (φράση παλιάς διαφήμισης)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψεκάζω | ψέκαζα | θα ψεκάζω | να ψεκάζω | ψεκάζοντας | |
| β' ενικ. | ψεκάζεις | ψέκαζες | θα ψεκάζεις | να ψεκάζεις | ψέκαζε | |
| γ' ενικ. | ψεκάζει | ψέκαζε | θα ψεκάζει | να ψεκάζει | ||
| α' πληθ. | ψεκάζουμε | ψεκάζαμε | θα ψεκάζουμε | να ψεκάζουμε | ||
| β' πληθ. | ψεκάζετε | ψεκάζατε | θα ψεκάζετε | να ψεκάζετε | ψεκάζετε | |
| γ' πληθ. | ψεκάζουν(ε) | ψέκαζαν ψεκάζαν(ε) |
θα ψεκάζουν(ε) | να ψεκάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψέκασα | θα ψεκάσω | να ψεκάσω | ψεκάσει | ||
| β' ενικ. | ψέκασες | θα ψεκάσεις | να ψεκάσεις | ψέκασε | ||
| γ' ενικ. | ψέκασε | θα ψεκάσει | να ψεκάσει | |||
| α' πληθ. | ψεκάσαμε | θα ψεκάσουμε | να ψεκάσουμε | |||
| β' πληθ. | ψεκάσατε | θα ψεκάσετε | να ψεκάσετε | ψεκάστε | ||
| γ' πληθ. | ψέκασαν ψεκάσαν(ε) |
θα ψεκάσουν(ε) | να ψεκάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψεκάσει | είχα ψεκάσει | θα έχω ψεκάσει | να έχω ψεκάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψεκάσει | είχες ψεκάσει | θα έχεις ψεκάσει | να έχεις ψεκάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψεκάσει | είχε ψεκάσει | θα έχει ψεκάσει | να έχει ψεκάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψεκάσει | είχαμε ψεκάσει | θα έχουμε ψεκάσει | να έχουμε ψεκάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψεκάσει | είχατε ψεκάσει | θα έχετε ψεκάσει | να έχετε ψεκάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψεκάσει | είχαν ψεκάσει | θα έχουν ψεκάσει | να έχουν ψεκάσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψεκάζομαι | ψεκαζόμουν(α) | θα ψεκάζομαι | να ψεκάζομαι | ||
| β' ενικ. | ψεκάζεσαι | ψεκαζόσουν(α) | θα ψεκάζεσαι | να ψεκάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | ψεκάζεται | ψεκαζόταν(ε) | θα ψεκάζεται | να ψεκάζεται | ||
| α' πληθ. | ψεκαζόμαστε | ψεκαζόμαστε ψεκαζόμασταν |
θα ψεκαζόμαστε | να ψεκαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ψεκάζεστε | ψεκαζόσαστε ψεκαζόσασταν |
θα ψεκάζεστε | να ψεκάζεστε | (ψεκάζεστε) | |
| γ' πληθ. | ψεκάζονται | ψεκάζονταν ψεκαζόντουσαν |
θα ψεκάζονται | να ψεκάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψεκάστηκα | θα ψεκαστώ | να ψεκαστώ | ψεκαστεί | ||
| β' ενικ. | ψεκάστηκες | θα ψεκαστείς | να ψεκαστείς | ψεκάσου | ||
| γ' ενικ. | ψεκάστηκε | θα ψεκαστεί | να ψεκαστεί | |||
| α' πληθ. | ψεκαστήκαμε | θα ψεκαστούμε | να ψεκαστούμε | |||
| β' πληθ. | ψεκαστήκατε | θα ψεκαστείτε | να ψεκαστείτε | ψεκαστείτε | ||
| γ' πληθ. | ψεκάστηκαν ψεκαστήκαν(ε) |
θα ψεκαστούν(ε) | να ψεκαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ψεκαστεί | είχα ψεκαστεί | θα έχω ψεκαστεί | να έχω ψεκαστεί | ψεκασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ψεκαστεί | είχες ψεκαστεί | θα έχεις ψεκαστεί | να έχεις ψεκαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ψεκαστεί | είχε ψεκαστεί | θα έχει ψεκαστεί | να έχει ψεκαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψεκαστεί | είχαμε ψεκαστεί | θα έχουμε ψεκαστεί | να έχουμε ψεκαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ψεκαστεί | είχατε ψεκαστεί | θα έχετε ψεκαστεί | να έχετε ψεκαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψεκαστεί | είχαν ψεκαστεί | θα έχουν ψεκαστεί | να έχουν ψεκαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ψεκασμένος - είμαστε, είστε, είναι ψεκασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ψεκασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ψεκασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ψεκασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ψεκασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ψεκασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ψεκασμένοι | |||||
Μεταφράσεις
ψεκάζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.