χυτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χυτός η χυτή το χυτό
      γενική του χυτού της χυτής του χυτού
    αιτιατική τον χυτό τη χυτή το χυτό
     κλητική χυτέ χυτή χυτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χυτοί οι χυτές τα χυτά
      γενική των χυτών των χυτών των χυτών
    αιτιατική τους χυτούς τις χυτές τα χυτά
     κλητική χυτοί χυτές χυτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χυτός < αρχαία ελληνική χυτός < χέω

Επίθετο

χυτός, -ή, -ό

  1. που παίρνει την μορφή του καλουπιού στο οποίο τοποθετείται
  2. που εφαρμόζει καλά στο σώμα (για ρούχο)
  3. καλλίγραμμος, ομορφοφτιαγμένος (για σώμα ανθρώπου)

Συγγενικά

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χυτός < χέω

Επίθετο

χυτός, ή, όν

  1. που είναι χυμένος
  2. που είναι σωρευμένος
    χυτή γαῖα: χώμα σωρευμένο, τάφος
  3. τηκτός, εύτηκτος
  4. ρευστός υγρός
  5. κυματιστός
  6. νομαδικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.