ομορφοφτιαγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομορφοφτιαγμένος η ομορφοφτιαγμένη το ομορφοφτιαγμένο
      γενική του ομορφοφτιαγμένου της ομορφοφτιαγμένης του ομορφοφτιαγμένου
    αιτιατική τον ομορφοφτιαγμένο την ομορφοφτιαγμένη το ομορφοφτιαγμένο
     κλητική ομορφοφτιαγμένε ομορφοφτιαγμένη ομορφοφτιαγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομορφοφτιαγμένοι οι ομορφοφτιαγμένες τα ομορφοφτιαγμένα
      γενική των ομορφοφτιαγμένων των ομορφοφτιαγμένων των ομορφοφτιαγμένων
    αιτιατική τους ομορφοφτιαγμένους τις ομορφοφτιαγμένες τα ομορφοφτιαγμένα
     κλητική ομορφοφτιαγμένοι ομορφοφτιαγμένες ομορφοφτιαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομορφοφτιαγμένος < όμορφος + -ο- + φτιαγμένος

Μετοχή

ομορφοφτιαγμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

  • καλοφτιαγμένος
      Ήταν ένα γερό, πολύ μελαχρινό κι ομορφοφτιαγμένο αγοράκι που μέσα σε μία πολυμελή αγροτική οικογένεια - ο πατέρας του ήταν γαικτήμονας- έζησε τα μικρά του χρόνια κοντά στη φύση. (Έλλη Αλεξίου (1979) Λόρκα [δοκίμιο])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.