καλλίγραμμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλλίγραμμος | η | καλλίγραμμη | το | καλλίγραμμο |
| γενική | του | καλλίγραμμου | της | καλλίγραμμης | του | καλλίγραμμου |
| αιτιατική | τον | καλλίγραμμο | την | καλλίγραμμη | το | καλλίγραμμο |
| κλητική | καλλίγραμμε | καλλίγραμμη | καλλίγραμμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλλίγραμμοι | οι | καλλίγραμμες | τα | καλλίγραμμα |
| γενική | των | καλλίγραμμων | των | καλλίγραμμων | των | καλλίγραμμων |
| αιτιατική | τους | καλλίγραμμους | τις | καλλίγραμμες | τα | καλλίγραμμα |
| κλητική | καλλίγραμμοι | καλλίγραμμες | καλλίγραμμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλλίγραμμος < (μαρτυρείται από το 1890) καλλί- + -γραμμος
Επίθετο
καλλίγραμμος, -η, -ο
- που έχει όμορφες σωματικές αναλογίες
Μεταφράσεις
καλλίγραμμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.