αεροχτυπημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αεροχτυπημένος | η | αεροχτυπημένη | το | αεροχτυπημένο |
| γενική | του | αεροχτυπημένου | της | αεροχτυπημένης | του | αεροχτυπημένου |
| αιτιατική | τον | αεροχτυπημένο | την | αεροχτυπημένη | το | αεροχτυπημένο |
| κλητική | αεροχτυπημένε | αεροχτυπημένη | αεροχτυπημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αεροχτυπημένοι | οι | αεροχτυπημένες | τα | αεροχτυπημένα |
| γενική | των | αεροχτυπημένων | των | αεροχτυπημένων | των | αεροχτυπημένων |
| αιτιατική | τους | αεροχτυπημένους | τις | αεροχτυπημένες | τα | αεροχτυπημένα |
| κλητική | αεροχτυπημένοι | αεροχτυπημένες | αεροχτυπημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αεροχτυπημένος < αερο- + χτυπημένος
Μετοχή
αεροχτυπημένος
- (κυριολεκτικά) που τον έχει χτυπήσει ο αέρας
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) αλαφροΐσκιωτος, δαιμονόληπτος
Μεταφράσεις
αεροχτυπημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.