χτυπημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χτυπημένος | η | χτυπημένη | το | χτυπημένο |
| γενική | του | χτυπημένου | της | χτυπημένης | του | χτυπημένου |
| αιτιατική | τον | χτυπημένο | τη | χτυπημένη | το | χτυπημένο |
| κλητική | χτυπημένε | χτυπημένη | χτυπημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χτυπημένοι | οι | χτυπημένες | τα | χτυπημένα |
| γενική | των | χτυπημένων | των | χτυπημένων | των | χτυπημένων |
| αιτιατική | τους | χτυπημένους | τις | χτυπημένες | τα | χτυπημένα |
| κλητική | χτυπημένοι | χτυπημένες | χτυπημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χτυπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χτυπάω / χτυπώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /xti.piˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτυ‐πη‐μέ‐νος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.