battement

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
battement battements

Ουσιαστικό

battement (fr) αρσενικό

  1. το χτύπημα, ο χτύπος
  2. (χορός) η κίνηση του ποδιού που κινείται στον αέρα και γυρίζει πίσω στη θέση του
  3. το χρονικό διάστημα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη battre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.