κτυπητήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κτυπητήρι τα κτυπητήρια
      γενική του κτυπητηριού των κτυπητηριών
    αιτιατική το κτυπητήρι τα κτυπητήρια
     κλητική κτυπητήρι κτυπητήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κτυπητήρι < η γραφή κτ- όπως στο κτυπώ, κτυπῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /kti.piˈti.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κτυπητήρι

Ουσιαστικό

κτυπητήρι ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.