καρδιοχτύπι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρδιοχτύπι τα καρδιοχτύπια
      γενική του καρδιοχτυπιού των καρδιοχτυπιών
    αιτιατική το καρδιοχτύπι τα καρδιοχτύπια
     κλητική καρδιοχτύπι καρδιοχτύπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρδιοχτύπι < καρδιά + -ο- + χτύπος +

Ουσιαστικό

καρδιοχτύπι ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) ο χτύπος της καρδιάς
  2. (μεταφορικά) η αγωνία ότι κάτι δεν θα πάει καλά
  3. (μεταφορικά) η ερωτική λαχτάρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.