αχτύπητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχτύπητος η αχτύπητη το αχτύπητο
      γενική του αχτύπητου της αχτύπητης του αχτύπητου
    αιτιατική τον αχτύπητο την αχτύπητη το αχτύπητο
     κλητική αχτύπητε αχτύπητη αχτύπητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχτύπητοι οι αχτύπητες τα αχτύπητα
      γενική των αχτύπητων των αχτύπητων των αχτύπητων
    αιτιατική τους αχτύπητους τις αχτύπητες τα αχτύπητα
     κλητική αχτύπητοι αχτύπητες αχτύπητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αχτύπητος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκτύπητος με ανόμοιο τρόπο άρθρωσης /kt > xt/ < (στερητικό) α- + (κτυπώ) κτυπη- + -τος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈxti.pi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αχτύπητος

Επίθετο

αχτύπητος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που δεν έχει κτυπηθεί
     συνώνυμα:  αντώνυμα:  δείτε τη λέξη άδαρτος
  2. (μεταφορικά) ασυναγώνιστος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.