αντιχτυπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιχτυπώ < μεσαιωνική ελληνική ἀντικτυπῶ < ἀντι- + αρχαία ελληνική κτυπέω / κτυπῶ < κτύπος
Ρήμα
αντιχτυπώ
- κτυπώ κι εγώ με τη σειρά μου, ανταποδίδω το κτύπημα
- (παρωχημένο) απαντώ
- (παρωχημένο) κτυπώ
- (παρωχημένο) αντηχώ
- (παρωχημένο) αντικαθρεφτίζομαι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντιχτυπάω - αντιχτυπώ | αντιχτυπούσα | θα αντιχτυπάω - αντιχτυπώ | να αντιχτυπάω - αντιχτυπώ | αντιχτυπώντας | |
| β' ενικ. | αντιχτυπάς | αντιχτυπούσες | θα αντιχτυπάς | να αντιχτυπάς | αντιχτύπα - αντιχτύπαγε | |
| γ' ενικ. | αντιχτυπάει - αντιχτυπά | αντιχτυπούσε | θα αντιχτυπάει - αντιχτυπά | να αντιχτυπάει - αντιχτυπά | ||
| α' πληθ. | αντιχτυπάμε - αντιχτυπούμε | αντιχτυπούσαμε | θα αντιχτυπάμε - αντιχτυπούμε | να αντιχτυπάμε - αντιχτυπούμε | ||
| β' πληθ. | αντιχτυπάτε | αντιχτυπούσατε | θα αντιχτυπάτε | να αντιχτυπάτε | αντιχτυπάτε | |
| γ' πληθ. | αντιχτυπάν(ε) - αντιχτυπούν(ε) | αντιχτυπούσαν(ε) | θα αντιχτυπάν(ε) - αντιχτυπούν(ε) | να αντιχτυπάν(ε) - αντιχτυπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντιχτύπησα | θα αντιχτυπήσω | να αντιχτυπήσω | αντιχτυπήσει | ||
| β' ενικ. | αντιχτύπησες | θα αντιχτυπήσεις | να αντιχτυπήσεις | αντιχτύπα - αντιχτύπησε | ||
| γ' ενικ. | αντιχτύπησε | θα αντιχτυπήσει | να αντιχτυπήσει | |||
| α' πληθ. | αντιχτυπήσαμε | θα αντιχτυπήσουμε | να αντιχτυπήσουμε | |||
| β' πληθ. | αντιχτυπήσατε | θα αντιχτυπήσετε | να αντιχτυπήσετε | αντιχτυπήστε | ||
| γ' πληθ. | αντιχτύπησαν αντιχτυπήσαν(ε) |
θα αντιχτυπήσουν(ε) | να αντιχτυπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αντιχτυπήσει | είχα αντιχτυπήσει | θα έχω αντιχτυπήσει | να έχω αντιχτυπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αντιχτυπήσει | είχες αντιχτυπήσει | θα έχεις αντιχτυπήσει | να έχεις αντιχτυπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αντιχτυπήσει | είχε αντιχτυπήσει | θα έχει αντιχτυπήσει | να έχει αντιχτυπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντιχτυπήσει | είχαμε αντιχτυπήσει | θα έχουμε αντιχτυπήσει | να έχουμε αντιχτυπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αντιχτυπήσει | είχατε αντιχτυπήσει | θα έχετε αντιχτυπήσει | να έχετε αντιχτυπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντιχτυπήσει | είχαν αντιχτυπήσει | θα έχουν αντιχτυπήσει | να έχουν αντιχτυπήσει |
| |
Μεταφράσεις
αντιχτυπώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.