κονταροχτύπημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κονταροχτύπημα | τα | κονταροχτυπήματα |
| γενική | του | κονταροχτυπήματος | των | κονταροχτυπημάτων |
| αιτιατική | το | κονταροχτύπημα | τα | κονταροχτυπήματα |
| κλητική | κονταροχτύπημα | κονταροχτυπήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κονταροχτύπημα < κονταροχτυπώ + -μα
Ουσιαστικό
κονταροχτύπημα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κονταροχτυπώ
Μεταφράσεις
κονταροχτύπημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.