χρειώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρειώδης | η | χρειώδης | το | χρειώδες |
| γενική | του | χρειώδους | της | χρειώδους | του | χρειώδους |
| αιτιατική | τον | χρειώδη | τη | χρειώδη | το | χρειώδες |
| κλητική | χρειώδη(ς) | χρειώδης | χρειώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρειώδεις | οι | χρειώδεις | τα | χρειώδη |
| γενική | των | χρειωδών | των | χρειωδών | των | χρειωδών |
| αιτιατική | τους | χρειώδεις | τις | χρειώδεις | τα | χρειώδη |
| κλητική | χρειώδεις | χρειώδεις | χρειώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χρειώδης < αρχαία ελληνική χρειώδης (χρήσιμος, αναγκαίος) < χρεῖος
Επίθετο
χρειώδης
- ο απαραίτητος, πιο συνηθισμένο στον ουσιαστικοποιημένο πληθυντικό του ουδετέρου, τα χρειώδη, τα απαραίτητα, τα προς το ζην
- ο μέσος Ελληνας στερείται πολλά και μεγάλη μερίδα του πληθυσμού στερείται και τα χρειώδη
Μεταφράσεις
χρειώδης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.