ηχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ηχείο | τα | ηχεία |
| γενική | του | ηχείου | των | ηχείων |
| αιτιατική | το | ηχείο | τα | ηχεία |
| κλητική | ηχείο | ηχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηχείο < ελληνιστική ἠχεῖον < αρχαία ελληνική ἦχος
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈçi.o/
Ουσιαστικό
ηχείο ουδέτερο
-
ηχείο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.