σφενδόνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σφενδόνη | οι | σφενδόνες |
| γενική | της | σφενδόνης | των | σφενδονών |
| αιτιατική | τη | σφενδόνη | τις | σφενδόνες |
| κλητική | σφενδόνη | σφενδόνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφενδόνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφενδόνη
- για την αρχιτεκτονική: μεσαιωνική σημασία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sfenˈðo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφεν‐δό‐νη
Ουσιαστικό
σφενδόνη θηλυκό
Μεταφράσεις
σφενδόνη
|
|
Αναφορές
- σφενδόνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σφενδόνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφενδόνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.