σφενδόνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφενδόνη οι σφενδόνες
      γενική της σφενδόνης των σφενδονών
    αιτιατική τη σφενδόνη τις σφενδόνες
     κλητική σφενδόνη σφενδόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφενδόνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφενδόνη
για την αρχιτεκτονική: μεσαιωνική σημασία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sfenˈðo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφενδόνη

Ουσιαστικό

σφενδόνη θηλυκό

  1. σφεντόνα
  2. (αρχιτεκτονική) το κυρτό τμήμα των κερκίδων σταδίου
  3. (γαλλική ιστορία)  δείτε τη λέξη Σφενδόνη

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.