λουκάνικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λουκάνικο | τα | λουκάνικα |
| γενική | του | λουκάνικου | των | λουκάνικων |
| αιτιατική | το | λουκάνικο | τα | λουκάνικα |
| κλητική | λουκάνικο | λουκάνικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Χωριάτικα λουκάνικα.

Σάκοι λουκάνικα.
Ετυμολογία
- λουκάνικο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λουκάνικον < λατινική lucanicum / lucanica[1]: είδος αλλαντικού των Lucani (λαός της Κάτω Ιταλίας)[2][3] < Lucanus < Luca (πόλη της Ετρουρίας)
Προφορά
- ΔΦΑ : /luˈka.ni.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λου‐κά‐νι‐κο
Ουσιαστικό
λουκάνικο ουδέτερο
- (γαστρονομία) φαγώσιμο από χοιρινό ή βοδινό κρέας, ψιλοκομμένο και γεμισμένο με καρυκεύματα, σε σχήμα κυλινδρικό
- (μεταφορικά, αργκό, στρατιωτικός όρος) κυλινδρικός υφασμάτινος σάκος που συνήθως χρησιμοποιείται από στρατιώτες
-
λουκάνικο στη Βικιπαίδεια

-
λουκάνικο (σάκος) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Eleanor Dickey, Latin Loanwords in Ancient Greek: A Lexicon and Analysis, Cambridge 2023, σελ. 269, λήμμα λουκάνικον, λοκάνικον, λυκανική.
- λουκάνικο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.