χαώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαώδης | η | χαώδης | το | χαώδες |
| γενική | του | χαώδους | της | χαώδους | του | χαώδους |
| αιτιατική | τον | χαώδη | τη | χαώδη | το | χαώδες |
| κλητική | χαώδη(ς) | χαώδης | χαώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαώδεις | οι | χαώδεις | τα | χαώδη |
| γενική | των | χαωδών | των | χαωδών | των | χαωδών |
| αιτιατική | τους | χαώδεις | τις | χαώδεις | τα | χαώδη |
| κλητική | χαώδεις | χαώδεις | χαώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαώδης < μεσαιωνική ελληνική χαώδης[1] [2] < αρχαία ελληνική χάος
Επίθετο
χαώδης, -ης, -ες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χάος
Μεταφράσεις
χαώδης
- χαώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χαώδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.