χαοτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαοτικός | η | χαοτική | το | χαοτικό |
| γενική | του | χαοτικού | της | χαοτικής | του | χαοτικού |
| αιτιατική | τον | χαοτικό | τη | χαοτική | το | χαοτικό |
| κλητική | χαοτικέ | χαοτική | χαοτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαοτικοί | οι | χαοτικές | τα | χαοτικά |
| γενική | των | χαοτικών | των | χαοτικών | των | χαοτικών |
| αιτιατική | τους | χαοτικούς | τις | χαοτικές | τα | χαοτικά |
| κλητική | χαοτικοί | χαοτικές | χαοτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
χαοτικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με το χάος ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (φυσική, μαθηματικά) που έχει σχέση με το χάος ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (μεταφορικά) αλλοπρόσαλλος, απρόβλεπτος, συγκεχυμένος
- άλλες μορφές: χαώδης
- (μεταφορικά) πολύ μεγάλος, τεράστιος, αχανής
Μεταφράσεις
- χαοτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χαοτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.