χαλικωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαλικωτός | η | χαλικωτή | το | χαλικωτό |
| γενική | του | χαλικωτού | της | χαλικωτής | του | χαλικωτού |
| αιτιατική | τον | χαλικωτό | τη | χαλικωτή | το | χαλικωτό |
| κλητική | χαλικωτέ | χαλικωτή | χαλικωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαλικωτοί | οι | χαλικωτές | τα | χαλικωτά |
| γενική | των | χαλικωτών | των | χαλικωτών | των | χαλικωτών |
| αιτιατική | τους | χαλικωτούς | τις | χαλικωτές | τα | χαλικωτά |
| κλητική | χαλικωτοί | χαλικωτές | χαλικωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαλικωτός < χαλίκι
Επίθετο
χαλικωτός
- που η επίστρωσή του είναι από χαλίκι, τον έχουν καλύψει με χαλίκι
- ※ Ανέβηκαν λίγον πετρωτόν ανήφορο με κόπο πατώντας στο γυαλιστερό χαλικωτό μονοπάτι. (Βασίλης Ρώτας Οι ροδιές της Ζήρειας [διήγημα])
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
χαλικωτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.