χαλικόστρωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαλικόστρωτος | η | χαλικόστρωτη | το | χαλικόστρωτο |
| γενική | του | χαλικόστρωτου | της | χαλικόστρωτης | του | χαλικόστρωτου |
| αιτιατική | τον | χαλικόστρωτο | τη | χαλικόστρωτη | το | χαλικόστρωτο |
| κλητική | χαλικόστρωτε | χαλικόστρωτη | χαλικόστρωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαλικόστρωτοι | οι | χαλικόστρωτες | τα | χαλικόστρωτα |
| γενική | των | χαλικόστρωτων | των | χαλικόστρωτων | των | χαλικόστρωτων |
| αιτιατική | τους | χαλικόστρωτους | τις | χαλικόστρωτες | τα | χαλικόστρωτα |
| κλητική | χαλικόστρωτοι | χαλικόστρωτες | χαλικόστρωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαλικόστρωτος < χαλικοστρώνω
Επίθετο
χαλικόστρωτος
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χαλικόστρωτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.