caillou

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
caillou cailloux

caillou (fr) αρσενικό

  1. το βότσαλο, το πετραδάκι
  2. (οικείο) το κρανίο
  3. (για ένα χωράφι, για ένα τοπίο) du caillou: σκέτη πέτρα, ξερότοπος

Σημειώσεις

Είναι ένα από τα 7 ουσιαστικά που έχουν τον πληθυντικό τους σε -x. Ορίστε ολόκληρη η λίστα:

bijou - caillou - chouchou - genou - hibou - joujou - pou

Εκφράσεις

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.