κλαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλαστικός | η | κλαστική | το | κλαστικό |
| γενική | του | κλαστικού | της | κλαστικής | του | κλαστικού |
| αιτιατική | τον | κλαστικό | την | κλαστική | το | κλαστικό |
| κλητική | κλαστικέ | κλαστική | κλαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλαστικοί | οι | κλαστικές | τα | κλαστικά |
| γενική | των | κλαστικών | των | κλαστικών | των | κλαστικών |
| αιτιατική | τους | κλαστικούς | τις | κλαστικές | τα | κλαστικά |
| κλητική | κλαστικοί | κλαστικές | κλαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κλαστικός
- (γεωλογία) αποσαθρωσωρευτικός
- αυτός που αποτελείται από τρίμματα (σπασμένα μικρά κομματάκια) άλλων υλικών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.