αμμοχάλικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμμοχάλικο τα αμμοχάλικα
      γενική του αμμοχάλικου των αμμοχάλικων
    αιτιατική το αμμοχάλικο τα αμμοχάλικα
     κλητική αμμοχάλικο αμμοχάλικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμμοχάλικο < άμμος + -ο- + χαλίκι + -ο

Ουσιαστικό

αμμοχάλικο ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • αμμοχαλικοστρωμένος
  • αμμοχαλικόστρωτος
  •  δείτε τις λέξεις άμμος και χαλίκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.