κροκάλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κροκάλα οι κροκάλες
      γενική της κροκάλας των κροκαλών
    αιτιατική την κροκάλα τις κροκάλες
     κλητική κροκάλα κροκάλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κροκάλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κροκάλη (αρχαία σημασία: ακτή) < κρόκη

Ουσιαστικό

κροκάλα θηλυκό

  1. πέτρα με στρογγυλεμένες άκρες που βρίσκεται συνήθως σε ποτάμια, λίμνες ή παραθαλάσσιες περιοχές
  2. πελεκημένη πέτρα πρισματικού σχήματος με επίπεδη άνω επιφάνεια που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του καταστρώματος δρόμων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.