χαλικοθηρίο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαλικοθηρίο | τα | χαλικοθηρία |
| γενική | του | χαλικοθηρίου | των | χαλικοθηρίων |
| αιτιατική | το | χαλικοθηρίο | τα | χαλικοθηρία |
| κλητική | χαλικοθηρίο | χαλικοθηρία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαλικοθηρίο < χαλικοθήριον στην καθαρεύουσα < χαλικοθηριίδαι < για να αποδοθεί το chalicotheridae και το γένος τους chalicotherium < αρχαία ελληνική χάλιξ και θηρίον (τα δόντια απολιθώματος που βρέθηκε έμοιαζαν με βότσαλα και χαλίκια)
Ουσιαστικό
χαλικοθηρίο ουδέτερο
- περιττοδάκτυλο οπληφόρο θηλαστικό που έζησε περίπου 30 εκατομμύρια χρόνια πριν, έμοιαζε με άλογο και είχε οξεία αιχμηρή φάλαγγα σε κάθε δάχτυλο με την οποία έσκαβε για να βρει βολβούς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.