χαλίκωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλίκωση οι χαλικώσεις
      γενική της χαλίκωσης* των χαλικώσεων
    αιτιατική τη χαλίκωση τις χαλικώσεις
     κλητική χαλίκωση χαλικώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαλικώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλίκωση < χαλίκωσις στην καθαρεύουσα αρχαία ελληνική χάλιξ

Ουσιαστικό

χαλίκωση θηλυκό

  1. το χαλίκωμα μιας επιφάνειας, η κάλυψή της με χαλίκια
  2. (ιατρική, πάθηση) πνευμολογική νόσος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.