χαλίκωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαλίκωση | οι | χαλικώσεις |
| γενική | της | χαλίκωσης* | των | χαλικώσεων |
| αιτιατική | τη | χαλίκωση | τις | χαλικώσεις |
| κλητική | χαλίκωση | χαλικώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χαλικώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαλίκωση < χαλίκωσις στην καθαρεύουσα αρχαία ελληνική χάλιξ
Ουσιαστικό
χαλίκωση θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.