χαβαλές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαβαλές | οι | χαβαλέδες |
| γενική | του | χαβαλέ | των | χαβαλέδων |
| αιτιατική | τον | χαβαλέ | τους | χαβαλέδες |
| κλητική | χαβαλέ | χαβαλέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
χαβαλές αρσενικό
- (παρωχημένο) το σαμάρι που χρησιμεύει να φορτώνουμε κάτι σ’ ένα υποζύγιο
- (παρωχημένο, ναυτικός όρος) το φορτίο πάνω στο κατάστρωμα
- (παρωχημένο) το βάρος που μας ενοχλεί
- (παρωχημένο) (μεταφορικά) φορτικός, ενοχλητικός
- (οικείο) η απόπειρα διασκέδασης της ανίας και της πλήξης
- ≈ συνώνυμα: γλεντοκόπημα, κέφι, ξεφάντωμα, πλάκα
- (οικείο) άνθρωπος που κάνει (ή δέχεται) αστεία
- χαβαλάς
- πασ̌αμάς (κυπριακά)
Συγγενικά
- χαβαλέ
- χαβαλέουρο
- χαβαλεδιάζω
- χαβαλετζής
- χαβαλετζίδικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.