τζερτζελές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τζερτζελές | οι | τζερτζελέδες |
| γενική | του | τζερτζελέ | των | τζερτζελέδων |
| αιτιατική | τον | τζερτζελέ | τους | τζερτζελέδες |
| κλητική | τζερτζελέ | τζερτζελέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /dzer.dzeˈles/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζερ‐τζε‐λές
Ουσιαστικό
τζερτζελές αρσενικό
- (λαϊκότροπο, προφορικό) διασκεδαστική φασαρία, αναταραχή, αναστάτωση
- άλλες μορφές: τζέρτζελο
- (λαϊκότροπο, προφορικό) φασαριόζος, σαματατζής, ο πλακατζής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.