σαμάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαμάρι τα σαμάρια
      γενική του σαμαριού των σαμαριών
    αιτιατική το σαμάρι τα σαμάρια
     κλητική σαμάρι σαμάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαμάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαμάρι(ν) < σαγμάριον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική λέξη σάγμα < σάττω

Ουσιαστικό

σαμάρι ουδέτερο

  1. ξύλινο συνήθως εξάρτημα που προσαρμόζεται στη ράχη γαϊδουριού ή μουλαριού ώστε να φορτωθεί πάνω σ' αυτό ένα φορτίο
  2. (μεταφορικά) καμπύλη προεξοχή του οδοστρώματος που δυσχεραίνει την κίνηση των οχημάτων

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Εκφράσεις

  • βαράω το σαμάρι ν᾿ ακούσει το γαϊδούρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.