φορτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φορτικός η φορτική το φορτικό
      γενική του φορτικού της φορτικής του φορτικού
    αιτιατική τον φορτικό τη φορτική το φορτικό
     κλητική φορτικέ φορτική φορτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φορτικοί οι φορτικές τα φορτικά
      γενική των φορτικών των φορτικών των φορτικών
    αιτιατική τους φορτικούς τις φορτικές τα φορτικά
     κλητική φορτικοί φορτικές φορτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φορτικός < αρχαία ελληνική φορτικός (σημερινή έννοια, αγροίκος, αλλά και ο κατάλληλος να μεταφέρει κάτι) < φόρτος

Επίθετο

φορτικός, -ή, -ό

  1. επιβαρυντικός
  2. (μεταφορικά) ενοχλητικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.