φονή
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φονή < φένω
Ουσιαστικό
ἡ φονή (και ὁ φόνος)
- η αιματοχυσία. Ανευρίσκεται σχεδόν πάντα στον πληθυντικό και εμπρόθετο (με ἐν). Αναφέρεται συνήθως (αλλά όχι πάντα) στη σφαγή στο πεδίο της μάχης
- ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντ᾽
- ἑρπετά τε καὶ δάκετα...ἐν φοναῖς ὄλλυται (...σε αιματοχυσία χάνονται)
Συγγενικά
- φονάω (θέλω να σκοτώσω)
- φονεύω
- το φόνευμα (το θύμα προς σφαγή ή θυσία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.