φονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φονικός η φονική το φονικό
      γενική του φονικού της φονικής του φονικού
    αιτιατική τον φονικό τη φονική το φονικό
     κλητική φονικέ φονική φονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φονικοί οι φονικές τα φονικά
      γενική των φονικών των φονικών των φονικών
    αιτιατική τους φονικούς τις φονικές τα φονικά
     κλητική φονικοί φονικές φονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φονικός < αρχαία ελληνική φονικός < φόν(-ος) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.niˈkos/

Επίθετο

φονικός,ή,ό

  1. που οδηγεί ή μπορεί να οδηγήσει σε φόνο
    φονική επίθεση
  2. που μπορεί να σκοτώσει ή ήδη σκότωσε
    φονικό όπλο, φονικός σεισμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.